ἐτυμολογεῖται

ἐτυμολογεῖται
ἐτυμολογέω
argue from etymology
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • APOLLO — I. APOLLO Monachus in Thebaide, qui annis 40. moracus est in solitudine, parvulam in monte vicina speluncam habens, sed pro miraculorum multitudine brevieffectus insignis, plurimorum Praeses exstitir monachorum. Sozom. l. 8. c. 1. II. APOLLO pro… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άδρυα — ἄδρυα, τα (Α) λέξη τού Ησυχίου με τρεις σημασίες: 1) μονόξυλα πλοία σαν τα σημερινά κανώ (Κύπριοι) 2) ακρόδρυα* σε μήλα (Σικελοί) 3) τα επάνω μέρη τού αρότρου όπου εφαρμόζει ο «ιστοβοεύς», ο ρυμός, το «τιμόνι» τού αρότρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η (1) και… …   Dictionary of Greek

  • άωτος — I Η λέξη, που ετυμολογείται από το αρχαίο ρήμα άω, άημι (πνέω, φυσώ), σημαίνει το πιο εκλεκτό και ανώτερο στοιχείο ενός πράγματος. Στον Όμηρο τη συναντάμε με τη σημασία λεπτότατος σε σχέση με το μαλλί ή το λινάρι. Η ίδια συνάφεια εντοπίζεται και… …   Dictionary of Greek

  • ανακούρκουδα — και ανακούκουρδα καί ανεκούρκουδα (Μ ἀνακούρκουδα) επίρρ. 1. με λυγισμένα τα γόνατα και το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. οκλαδόν 3. ύπτια, ανάσκελα 4. με το κεφάλι προς τα κάτω, ανάποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε πιθ.,… …   Dictionary of Greek

  • αντιλάρισμα — το το αντιφέγγισμα, η τρεμάμενη ανάκλαση της φλόγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιλαρός «λαμπερός» (γι αυτό και η γραφή με ι ). Ο Στ. Αλεξίου συσχετίζει περαιτέρω τη λ. εξηγώντας έτσι τη σημασία «η κοκκινωπή τρεμάμενη λάμψη και αντανάκλαση της φλόγας».… …   Dictionary of Greek

  • απαριάζω — (Μ ἀπαριάζω) παρακμάζω, παραμελώ, παραγκωνίζω, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαριάζω ετυμολογείται από το παρjάζω < παρεάζω (πρβλ. μσν. παρεάω «αφήνω κάτι να φύγει, εγκαταλείπω»), ενώ κατ άλλους από αμπαριάζω < αναπαριάζω. Σύμφωνα τέλος με… …   Dictionary of Greek

  • ασκαρίς — ( ίδος), η (Α ἀσκαρίς) σκουλήκι των εντέρων αρχ. το έμβρυο της εμπίδος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στους Ιπποκράτη και Αριστοτέλη με τη σημασία «σκουλήκι των εντέρων» και στον Αριστοτέλη με τη σημασία «έμβρυο της εμπίδος». Στον Ησύχιο επίσης… …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • δαΐφρων — (I) δαΐφρων ( ονος), ον (Α) 1. (ως επίθ. πολεμιστών) ο εμπειροπόλεμος, όποιος έχει πείρα και δεξιότητα στα πολεμικά 2. (για ιδιότητες ή καταστάσεις) αυτός που έχει ή προκαλεί γενναίο και υπερήφανο φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Όμηρο ήδη μαρτυρούνται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”